παρασκεύασμα

παρασκεύασμα
-ατος, το, ΝΑ [παρασκευάζω]
το αποτέλεσμα τής ενέργειας τού παρασκευάζω
νεοελλ.
1. (ιστολ.) διατηρημένο τμήμα τού ανθρώπινου σώματος, λ.χ. όργανα, ιστοί, κύτταρα, για παρατήρηση και διδασκαλία καθώς και κάθε βιολογικό δείγμα προετοιμασμένο με φυσικές ή χημικές μεθόδους για εξέταση στο μικροσκόπιο
2. (μικρβλ.) η εξάπλωση μικροβιοβριθούς υλικού στις αντικειμενοφόρες πλάκες, ο χρωματισμός και η σταθεροποίηση τών μικροβίων για να εξεταστούν στο μικροσκόπιο
3. (φαρμ.) μίγμα φαρμάκων έτοιμο για χρήση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρασκεύασμα — arrangement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκεύασμα — το, ατος το αποτέλεσμα του παρασκευάζω: Μικροβιολογικό παρασκεύασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόλλυβα — Παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι, που συμπληρώνεται με κόκκους σταφίδας, ροδιού, τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, φύλλα μαϊντανού κ.ά. και ανακατεύεται με καβουρντισμένο αλεύρι και ζάχαρη. Τοποθετείται σε δίσκους και αποτελεί προσφορά στους νεκρούς… …   Dictionary of Greek

  • ελιξίριο μακροζωίας — Παρασκεύασμα των αλχημιστών, που υποτίθεται ότι είχε θαυματουργές ιδιότητες και μπορούσε να παρατείνει την ανθρώπινη ζωή. Βλ. λ. αλχημεία …   Dictionary of Greek

  • παρασκευάσμασι — παρασκεύασμα arrangement neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάσματα — παρασκεύασμα arrangement neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάσματος — παρασκεύασμα arrangement neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… …   Dictionary of Greek

  • γλύκισμα — το (AM γλύκυσμα, Μ και γλύκισμα) 1. γλύκα, γλυκύτητα 2. γλυκό παρασκεύασμα με διάφορα υλικά και μέλι ή ζάχαρη νεοελλ. 1. εύγευστο έδεσμα 2. παρασκεύασμα γλυκό με θεραπευτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. νεοελλ. γλύκισμα < αρχ. γλύκυσμα <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”