παρασκεύασμα — arrangement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασκεύασμα — το, ατος το αποτέλεσμα του παρασκευάζω: Μικροβιολογικό παρασκεύασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόλλυβα — Παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι, που συμπληρώνεται με κόκκους σταφίδας, ροδιού, τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, φύλλα μαϊντανού κ.ά. και ανακατεύεται με καβουρντισμένο αλεύρι και ζάχαρη. Τοποθετείται σε δίσκους και αποτελεί προσφορά στους νεκρούς… … Dictionary of Greek
ελιξίριο μακροζωίας — Παρασκεύασμα των αλχημιστών, που υποτίθεται ότι είχε θαυματουργές ιδιότητες και μπορούσε να παρατείνει την ανθρώπινη ζωή. Βλ. λ. αλχημεία … Dictionary of Greek
παρασκευάσμασι — παρασκεύασμα arrangement neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασκευάσματα — παρασκεύασμα arrangement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασκευάσματος — παρασκεύασμα arrangement neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… … Dictionary of Greek
γλύκισμα — το (AM γλύκυσμα, Μ και γλύκισμα) 1. γλύκα, γλυκύτητα 2. γλυκό παρασκεύασμα με διάφορα υλικά και μέλι ή ζάχαρη νεοελλ. 1. εύγευστο έδεσμα 2. παρασκεύασμα γλυκό με θεραπευτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. νεοελλ. γλύκισμα < αρχ. γλύκυσμα <… … Dictionary of Greek